κενώσῃ

κενώσῃ
κενώσηι , κένωσις
emptying
fem dat sg (epic)
κενόω
empty
aor subj mid 2nd sg
κενόω
empty
aor subj act 3rd sg
κενόω
empty
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κένωση — η (ΑΜ κένωσις, Α και ποιητ. τ. κενέωσις) [κενώ] 1. το άδειασμα 2. ιατρ. εκκένωση, αφόδευση, αποπάτηση νεοελλ. το σερβίρισμα αρχ. 1. ιατρ. ελάττωση τού αίματος, πενιχρή δίαιτα 2. (για τη σελήνη) η φθίνουσα …   Dictionary of Greek

  • κένωση — η η πράξη του κενώνω, άδειασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κένωμα — το (ΑΜ κένωμα) [κενώ] 1. η κένωση, το άδειασμα 2. ο κενός χώρος, το κενό διάστημα νεοελλ. το άδειασμα τού μαγειρεμένου φαγητού από τη χύτρα στα πιάτα, το σερβίρισμα αρχ. 1. άδειο αγγείο 2. ιατρ. η κένωση 3. στον πληθ. τα κενώματα αυτά που… …   Dictionary of Greek

  • καθαρτικός — ή, ό (ΑΜ καθαρτικός, ή, όν) [καθαρτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κάθαρση, αυτός που έχει την ικανότητα να εξαγνίζει, εξαγνιστικός («τὸ μὲν ἐλαίου καὶ γῆς καθαρτικὸν γένος», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το καθαρτικό(ν) φάρμακο που… …   Dictionary of Greek

  • καθετήρας — Όργανο το οποίο, με την εισαγωγή του από φυσική ή τεχνητή οδό, επιτρέπει την προσπέλαση των κοιλοτήτων του ανθρώπινου σώματος για παροχέτευση υγρών ή εισαγωγή διαγνωστικών ή θεραπευτικών παραγόντων. Πρόκειται για σωληνοειδή, κούφια, συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • υπερινώ — άω, Α ιατρ. 1. προκαλώ βίαιη κένωση με χορήγηση καθαρτικού 2. (συν. παθ.) ὑπερινῶμαι, άομαι υφίσταμαι βίαιη κένωση μετά από χρήση καθαρτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἰνάω / ἰνέω «αδειάζω, καθαρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • υπερκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. (σχετικά με τον εντερικό σωλήνα) καθαρίζω εντελώς με κένωση 2. (κυρίως παθ.) ὑπερκενοῡμαι, όομαι απαλλάσσομαι τελείως από τα περιττώματα με κένωση …   Dictionary of Greek

  • υποκενώ — όω, Α [κενῶ] 1. καθαρίζω με κένωση («τὴν κοιλίην ὑποκενώσαντα χειρουργίῃ χρῆσθαι», Ιπποκρ.) 2. εκβάλλω με κένωση («ὑποκενωθείη ἡ κόπρος», Ιπποκρ.) 3.υποσκάπτω …   Dictionary of Greek

  • ευκοίλιος — α, ο 1. για φάρμακα, αυτός που διευκολύνει την κένωση. 2. για ανθρώπους και ζώα, αυτός που δε δυσκολεύεται στην κένωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγκλισμα — και άγλισμα, το 1. άντληση, λήψη νερού, κρασιού κ.λπ. με την αγκλιά 2. κένωση, άδειασμα (νερού από πηγάδι, κρασιού από βαρέλι κ.λπ.) 3. γεν. καθαρισμός, καθαριότητα (σπιτιού από τις σκόνες, μάντρας από τις κοπριές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ουσ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”